- χρυσωρυχείων
- χρῡσωρυχεί̱ων , χρυσωρυχεῖονgold-mineneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρυγία — Ιστορική περιοχή της Τουρκίας στο μικρασιασιατικό υψίπεδο, του οποίου αποτελεί το δυτικό τμήμα. Στην αρχαιότητα η ονομασία Φρυγία υποδήλωνε μια ζώνη πιο εκτεταμένη από τη σημερινή, η οποία εκτεινόταν από τον ποταμό Άλυ (το σημερινό Κιζίλιρμακ)… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Γιούκον — (Yukon). Τοπωνύμια του Καναδά. 1. Διοικητική διαίρεση (536.324 τ. χλμ., 28.700 κάτ. το 2002) του βορειοδυτικού Καναδά, που συνορεύει στα Δ με την Αλάσκα, Ν από τη Βρετανική Κολομβία και Α με τη Βορειοδυτική Περιοχή, ενώ Β βρέχεται από τη θάλασσα… … Dictionary of Greek
Γιοχάνεσμπουργκ — (Johannesburg). Πόλη (1.646.400 κάτ. το 2002) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Γκαουτένγκ, κέντρο της περιοχής Ουιτουατερσράντ. Από τον συνολικό πληθυσμό του, περίπου το ένα τρίτο είναι λευκοί και οι υπόλοιποι μαύροι… … Dictionary of Greek
Κετρίπορις — (4ος αι. π.Χ.). Δυνάστης της δυτικής Θράκης. Συμβασίλευε με τους αδελφούς του σε ένα κράτος που εκτεινόταν από τη Μαρώνεια μέχρι τα σύνορα με τη Μακεδονία, συμπεριλαμβανομένων των χρυσωρυχείων του Παγγαίου όρους. Έχοντας σύμμαχους τους αδελφούς… … Dictionary of Greek
Μελβούρνη — (Melbourne). Πόλη (3.417.200 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Αυστραλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας της Βικτόρια (227.420 τ. χλμ., 4.888.200 κάτ. το 2002). Εκτείνεται στις όχθες του ποταμού Γιάρα, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τις… … Dictionary of Greek
Ντένβερ — (Denver). Πόλη (600.200 κάτ. το 2003) των ΗΠΑ, πρωτεύουσα της Πολιτείας Κολοράντο (βλ. λ.). Βρίσκεται σε υψόμετρο 1609 επί του Σάουθ Πλατ (υποπαραπόταμου του Μιζούρι μέσω του Πλατ), στην ανατολική, πλευρά των Βραχωδών Ορέων. Η ανάπτυξη της πόλης … Dictionary of Greek
Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek